- σαρμάς
- ο, Ν1. είδος φαγητού από ψιλοκομμένο κρέας και ρύζι ή από σκέτο ρύζι, περιτυλιγμένο, σε σχήμα βώλων, με κληματόφυλλα ή λαχανόφυλλα, αλλ. ντολμάς2. είδος εμπροσθογεμούς πυροβόλου που χρησιμοποιήθηκε κατά την Επανάσταση τού 1821.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sarma < sarmak «τυλίγω»].
Dictionary of Greek. 2013.